- περιβάλω
- περιβάλλωthrow roundaor subj act 1st sgπεριβά̱λω , περιβάλλωthrow roundaor subj act 1st sg (doric)περιβά̱λω , περιβάλλωthrow roundaor ind mid 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιβαλῶ — περιβάλλω throw round fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαρώνω — [κλαρί] 1. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω βομβύκιο, κουκούλι 2. (για φυτά) πετώ κλαδιά, απλώνω τα κλαδιά και τα φύλλα μου για να περιβάλω κάτι … Dictionary of Greek